ξαγορά

ξαγορά
ξαγορά, η και εξαγορά, η
1. η πλήρης αγορά.
2. δωροδοκία: Εξαγορά συνειδήσεων.
3. καταβολή χρημάτων για την απελευθέρωση ή απολύτρωση, λύτρα, αντάλλαγμα: Ξαγορά των αιχμαλώτων. – Ξαγορά δούλων κτλ.
4. η απαλλαγή με χρήματα από κάποιο κακό: Εξαγορά της ποινής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξαγορά — η (Μ ξαγορά) η εξαγορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ αγορά, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”